αδιαφέντευτος

αδιαφέντευτος
-η, -ο [διαφεντεύω]
1. αυτός που δεν διαφεντεύεται, δεν εξουσιάζεται
2. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος
3. ατακτοποίητος, αδιευθέτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδιαφέντευτος — η, ο απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος: Χρόνια τώρα τα χτήματα έμειναν αδιαφέντευτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”